- δολιχοδρομώ
- (Α δολιχοδρομώ, -έω)1. τρέχω, διαγωνίζομαι στον δόλιχο2. διανύω μεγάλη απόσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δολιχοδρόμῳ — δολιχοδρόμος running the masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιχεύω — (AM) [δόλιχος] 1. δολιχοδρομώ 2. διανύω μεγάλο διάστημα, πηγαίνω μακριά … Dictionary of Greek